Ένας Κόσμος Νεκρός



Στο σαλόνι μας υπήρχε, ανέκαθεν, ένας παλιός ξεχαρβαλωμένος καναπές που δεν τον χρησιμοποιούσε κανένα μέλος της οικογένειας. Αν επιθυμούσαμε να καθίσουμε στο δωμάτιο, επιλέγαμε πάντα μία από τις τέσσερις πολυθρόνες που είχαμε αγοράσει για εμάς. Ο πατέρας μας απαγόρευε ακόμη και να τον αγγίξουμε. Πίστευε πως ο συγκεκριμένος καναπές ήταν υπέυθυνος για τη θλίψη μας. Δεν επιχείρησε ποτέ να τον πετάξει βέβαια, γιατί φαίνεται πως είχε αγαπήσει και εκείνος το σκοτάδι. 

Σε αυτόν τον καναπέ κάθονταν πάντα οι επισκέπτες της οικίας μας. Άφηναν στις άκρες του τα παλτά τους, έπαιρναν τη θέση τους και άρχιζαν να συζητούν με τον πατέρα. Όσο εκείνοι μιλούσαν, αυτός κρατούσε πάντα ένα μικρό τετράδιο στο οποίο συνήθιζε να γράφει δίαφορα πράγματα, κατά τη διάρκεια των ατελείωτων συζητήσεων μαζί τους.  

Μια μέρα που μας επισκέφτηκε ο Χράβλεβ, τρίτος ξάδερφος της μητέρας και συνεργάτης του πατέρα, κατάλαβα ότι είχαν πολλά να πουν διότι το μαγαζί βρισκόταν σε κάμψη. Ο Χράβλεβ έπινε πάντα δύο ποτήρια με χυμό από βύσσινο τον οποίον ετοίμαζα εγώ με τα χέρια μου. Χαιρόμουν όταν με επευφημούσε γιατί είχα πετύχει ακριβώς τη δοσολογία της ζάχαρης που προτιμούσε. Αν η ζάχαρη ήταν έστω και κατά δύο κόκκους περισσότερη, τότε ο Χράβλεβ με κοιτούσε στραβά, σα να με φτύνει με τα μάτια και εγώ καταλάβαινα ότι δεν έκανα σωστά τη δουλειά που μου είχαν αναθέσει. 


~~~~~~~~~~~~~~


Οι άνθρωποι που μας επισκέπτονταν, ήταν μυστήριοι. Έστεκαν στον καναπέ, πολλές φορές αγέλαστοι, και από το στόμα τους ένιωθα να ξεπηδούν λόγια και φράσεις που δεν είχαν κανένα νόημα. Λίγες ημέρες πριν, ο Κοτένκο, υπάλληλος στο μαγαζί του πατέρα και του Χράβλεβ, μπήκε στο σπίτι με μία ανεξήγητη ένταση, κάθισε στον καναπέ και άρχισε να φωνάζει στον πατέρα μας.

" Τρούλιν, μου κλέψαν την ομπρέλα. Τι να κάνω τώρα; "

" Να αγοράσεις μία άλλη", απάντησε ο Τρούλιν, που τυχαίνει να είναι και ο πατέρας μας.

" Μα αυτό δε γίνεται και το ξέρεις πολύ καλά. Ιδιαίτερα εσύ θα έπρεπε να έχεις σκεφτεί κάτι άλλο να μου προτείνεις. "

" Το μόνο που μπορώ να σου προτείνω, είναι να πας τώρα αμέσως να αγοράσεις μία ομπρέλα", αποκρίθηκε με εμφανή δυσφορία ο πατέρας και άρχισε να γράφει στο τετράδιο του. 

" Φεύγω", αναφώνησε τότε ο Κοτένκο και έκλεισε την πόρτα πίσω του με μανία. 

Δεν κατάλαβαμε γιατί αλλά ο πατέρας μας παρακάλεσε να καθίσουμε κοντά του. Μας εξήγησε ότι άνθρωποι σαν τον Κοτένκο, είναι αναξιόπιστοι και μας συμβούλεψε ότι αν σε μερικά χρόνια βρεθούμε αντιμέτωποι με κάποιον σαν τον Κοτένκο, το μόνο που οφείλουμε να κάνουμε, είναι να τον παροτρύνουμε να αγοράσει μία ομπρέλα. Εγώ σκέφτηκα ότι αυτό δε θα είχε κανένα νόημα και αποχώρησα σιωπηλός για το δωμάτιο μου. 



~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά το σπίτι μας έμοιαζε πάντα με καταφύγιο για τους κατατρεγμένους. Έμπαιναν και έβγαιναν δεκάδες άνθρωποι κάθε απόγευμα, όλοι τους διαφορετικοί, με κοινό στοιχείο μία ασίγαστη λάμψη στα μάτια. Οι περισσότεροι έρχονταν ειδικά για τον πατέρα και σε εμάς δεν έδιναν καμία σημασία, πέρα από τις λιγοστές φορές που χρειάζονταν κάποιο ρόφημα. Αν ο πατέρας δεν ήθελε να τους μιλήσει, εκείνοι έκλαιγαν, ούρλιαζαν, έσκιζαν τα ρούχα τους και ύστερα αποχωρούσαν, σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν τους έβλεπα να κλαίνε, θυμόμουν ότι πριν από μερικά χρόνια το κλάμα είχε αντικαταστήσει την ομιλία στο σπίτι μας. Μαζευόμασταν στο σαλόνι και κλαίγαμε όλοι μαζί μόλις το αποφάσιζε ο πατέρας. Δε μας είπε ποτέ γιατί το κάναμε αυτό, όμως εμείς το είχαμε συνηθίσει και μετά από λίγες ημέρες, είχε καταλήξει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ρουτίνας μας. 

Με προσταγή του πατέρα, μαζεύαμε τα δάκρυα σε γυάλινα κουτιά και τα πετούσαμε στην μπανιέρα. Ύστερα μας ξέντυνε και μας ανάγκαζε να κάνουμε μπάνιο με αυτά. Δε μας έλεγε τίποτα, πέρα από μία φράση μονάχα: Απολαύστε το μπάνιο σας και ο ήλιος θα έχει ανατείλει όταν ξυπνήσετε το πρωί. Πράγματι είχε δίκιο, γιατί ο ήλιος ήταν πάντα στη θέση του, ακόμη και τις μέρες που δε φαινόταν, μέσα στις ορδές των συννέφων που κρατούσαν μακριά από εμάς τις ακτίνες του. Καταλαβαίναμε τότε ότι ο πατέρας μας ήταν σοφός και ότι έπρεπε να κάνουμε πάντα αυτό που μας διέταζε. 



~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Τα σοφά λόγια του πατέρα δεν ήταν τυχαία. Ήταν ένας από τους λιγοστούς ανθρώπους που επιβίωσαν μετά τον έμφύλιο που διέλυσε τη χώρα. Δεν κατάφερε ποτέ του να αποβάλει τα δεινά όλων αυτών που προηγήθηκαν. Τυλίχτηκε στο μανδύα της κατάθλιψης και δεν ξαναβγήκε από το σπίτι. Το μαγαζί που συντηρούσε με το Χράβλεβ, κατόρθωσε να το ελέγχει από το σπίτι μέσω συνεχούς επικοινωνίας με το συνεργάτη του, όπως επίσης και με τη βοήθεια του έμπιστου αλλά αιθεροβάμονα Κοτένκο. 

Δεν είχαμε αναλογιστεί το μέγεθος των τραυμάτων που του άφησε ο πόλεμος, μέχρι την ημέρα που δολοφόνησε τη μητέρα μας. Είχαν καθίσει στο σαλόνι και συζητούσαν και έπιναν τσάι με κανέλα και μέλι, όπως συνήθιζαν. Ήταν ένα βράδυ ίδιο με όλα τα άλλα, με τη μονή διαφορά ότι η μητέρα αποφάσισε να αλλάξει θέμα συζήτησης. Θέλησε να αναφερθεί στον πόλεμο και στις καταστροφικές επιπτώσεις που είχε για τη χώρα. Δίχως να το σκεφτεί ο πατέρας, την άρπαξε και την πέταξε από τον πέμπτο και ούρλιαξε το όνομα της, κοιτώντας προς τα εμένα και την Ελένα. 

Δε μας ένοιαξε ιδιαίτερα αυτό που συνέβη διότι αντιλήφθήκαμε πλήρως την απαθή στάση της μητέρας μας απάνεντι στη θηριωδία που αφάνισε όλα όσα αγαπήσαμε στον τόπο μας. Σκέφτηκα ότι θα ήταν αρκετά εύκολο να την είχα σπρώξει εγώ αντί για εκείνον. Όμως ο πατέρας αναλάμβανε πάντα όσα δε βρίσκαμε το θάρρος να κάνουμε εμείς. Είχαμε μετατραπεί, άθελα μας, σε άψυχες μάζες που κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν, ψάχνοντας απεγνωσμένα το λόγο που υπομέναμε βασανιστικά την ίδια προκαθορισμένη επανάληψη. Tην ματωμένη επανάληψη που έδινε όξινη γεύση στις ανάσες των ημερών και των ανθρώπων. 


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Δε θα ξεχάσω ποτέ την Τετάρτη που μας επισκέφθηκε ο Πιέτρ, ο επιστήθιος φίλος του πατέρα. Ήταν αρκετά ανήσυχος και το  βλέμμα του σπινθηροβολούσε τη ζαρωμένη επιθυμία της αυτοκαταστροφής. Του άνοιξα την πόρτα, τον καλωσόρισα, δεν απάντησε και έτρεξε κατευθείαν στον καναπέ. Δε θυμάμαι ποτέ κάποιον από τους επισκέπτες μας να επιδεικνύει τη μανία του να βρει τον πατέρα, με την ένταση του Πιέτρ εκείνη την ημέρα. 

" Τρούλιν, φίλε μου ακριβέ και επιστήθιε", αναφώνησε μόλις τον είδε.

" Πιέτρ, ποιος καλός άνεμος σε φέρνει στο σπίτι μας; "

" Ο άνεμος της αυτοκτονίας, αγαπημένε μου Τρούλιν. Ήθελα να σε συμβουλευτώ προτού αποφασίσω οριστικά για το τι θα κάνω. "

" Ασφαλώς και θα αυτοκτονήσεις Πιέτρ", αποκρίθηκε ο πατέρας.

" Σε ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια σου, το ήξερα ότι ένας καλός φίλος σαν και εσένα θα στεκόταν δίπλα μου σε μία κρίσιμη στιγμή σαν και αυτή. " 

Κάθισαν για λίγες στιγμές ακόμη μαζί, γέλασαν, έκλαψαν, αναπόλησαν τις ζωές τους πριν την κτηνωδία του εμφυλίου, αγκαλιάστηκαν και ο Πιέτρ αποχώρησε από το σπίτι, με ένα γέλιο θρασύ και λυπημένο, λίγες στιγμές πριν αντιληφθούμε ότι ήταν η τελευταία φορά που τον υποδεχόμασταν στην οικία. 


Ο πατέρας άναψε ένα πούρο, ήπιε ένα μπουκάλι κρασί μέσα σε δώδεκα λεπτά και άρχισε να σημειώνει ασταμάτητα φράσεις και λέξεις στο τετράδιο που είχε πάντα άνα χείρας. Εμείς καθίσαμε στο πάτωμα, αμίλητοι και τον παρακολουθούσαμε, δίχως να βγάλουμε λέξη. Βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους αναβρασμού και το χέρι του δεν αποχωρίστηκε ούτε για ένα δευτερόλεπτο το μολύβι. Αποφασίσαμε να τον αφήσουμε μόνο του και να επιστρέψουμε στο δωμάτιο. Ήταν ήδη αργά και γνωρίζαμε καλά πως η νύχτα δημιουργήθηκε για να κοιμόμαστε και όχι για να στέκουμε εμπόδιο, με την παρουσία μας, στις δημιουργίες του πατέρα. 


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Ακούω συχνά τις κραυγές και τα ουρλιαχτά. Ξέρω πως δεν τα έζησα αλλά τα ακούω. Τρυπώνουν στον ύπνο μου και υφαίνουν τη φρίκη στις σκέψεις μου. Πώς θα γινόταν άραγε τα φρονήματα των ανθρώπων να μη λατρεύουν απαραίτητα το θάνατο; Πώς θα ήταν η ζώη μας αν δεν την είχε ντύσει το πέπλο της παράνοιας; Ποιος θα μπορούσε να επιβάλλει αναίμακτα την τάξη στην ατέρμονη αταξία της ψυχής; 

Η Ελένα κοιμάται πάντα πρώτη. Είναι μικρότερη, είναι γλυκύτερη και πιο αθώα από τους υπόλοιπους. Λατρέυει τη θάλασσα, τα γλειφιτζούρια και τους φανοστάτες που απλώνονται κατά μήκος των οδών. Μια μέρα μου είχε εξομολογηθεί ότι θέλει να γίνει εκείνη το φως που θα πλημμυρίσει την πόλη μας τη νύχτα. Οι άνθρωποι θα φιλιούνται πάλι κάτω από τις λάμπες της. Πάλι θα ανταλλάζουν ανούσιες φιλοφρονήσεις και θα συνθέτουν ύμνους ερωτικούς και ελεγείες για την Άνοιξη. 

Πώς να μην αγαπώ την Ελένα; Ποια λόγια να εφεύρω για να μην τσαλακώσω τα μαλλιά και και τα χείλη της; Πότε θα καταλάβει ότι το φως είναι απλά παρόρμηση και όχι η πρόστυχη και αιώνια συντροφιά που αναζητεί;

Πότε θα καταλάβει ότι ο λόγος υπάρξης του φωτός είναι να συντηρεί με τη λάμψη του, το βαθύ, ανάλγητο σκοτάδι αντί να το πολεμά; 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο πατέρας λάτρευε τις ιστορίες. Λάτρευε τη γεύση, τις ρωγμές και την ακινησία τους. Γιατί οι ιστορίες βρίσκονται πάντα δίπλα μας, σε αντίθεση με τους ανθρώπους. Μας διηγούταν συνέχεια ιστορίες από τον παλιό καιρό και ήταν οι μοναδικές στιγμές που αντιλαμβανόμουν ότι μπορεί και εκείνος να χαμογελάσει. Και εμείς αμίλητοι τον ακούγαμε και απορροφούσαμε κάθε γράμμα, κάθε λέξη και φράση που ξεπηδούσε από το στόμα του. Και δεν υπήρχε ιστορία λυπητερή γιατί σε όλες πρωταγωνιστούσαν φιγούρες άσιμες, αχειραγώγητες και ιδρωμένες από τον ήλιο που έκαιγε το σώμα τους. 

Είναι θλιβερό να μη βλέπω πια αυτές τις φιγούρες. Είναι ακόμη ένα βήμα που με πλησιάζει στο θάνατο. Το θάνατο μέσα μου, το θάνατο έξω μου, δίπλα μου, πίσω μου, και το θάνατο που παρελαύνει αήττητος μπροστά μου. Το θάνατο που κουβαλάει σα φυλαχτό ο πατέρας μου, το θάνατο που κυοφορεί ανεξάντλητα ωάρια στο σπίτι μου, στην αυλή μου και στον ουρανό που στρέφω τα μάτια μου.

Το θάνατο που ελπίζω ότι δε θα γοητεύσει ούτε στο ελάχιστο το ανάλαφρο και δροσερό βήμα της αδερφής μου. 

Ίσως το δεύτερο μεγαλύτερο λάθος που έκανα μέχρι τώρα, ήταν να πιστέψω ότι στο τετράδιο του ο πατέρας έγραφε τις ιστορίες, με τις οποίες μας έλεγε καληνύχτα. Γιατί ένα βράδυ που κοιμόταν και εγώ περιφερόμουν στο σπίτι, σα λυσσασμένος σκύλος που δεν του χορηγούν το απαιτούμενο αντίδοτο, αποφάσισα για πρώτη φορά στη ζωή μου να το πάρω κρυφά από το παλτό του και να ταξιδέψω στις χώρες που σχεδίασε το μολύβι του. 


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι λαθρεπιβάτες είναι απαραίτητο να τιμωρούνται. Πρέπει να νιώθουν στο δέρμα τους, τον αμείλικτο πόνο μιας γλώσσας που έχει μάθει μονάχα να αναπαράγει την αλήθεια. 

" Ένας νεκρός, δύο νεκροί, τρεις νεκροί, τέσσερις νεκροί, πέντε νεκροί, έξι νεκροί, δεκαέξι νεκροί, εξηνταέξι νεκροί, διακόσιοι εξηνταέξι νεκροί, πεντακόσιοι ογδόνταέξι νεκροί, χίλιοι εκατόν δεκαέξι νεκροί, τρεις χιλιάδες τριακόσιοι τριανταέξι νεκροί, δεκαπέντε χιλιάδες πεντακόσιοι  πενηνταέξι νεκροί, τριανταεφτά χιλιάδες εφτακόσιοι εβδομηνταέξι νεκροί, πενηνταοχτώ χιλιάδες ενιακόσιοι ενενηνταέξι νεκροί. Παντού νεκροί. Άπειροι νεκροί. Ατέλειωτοι, βομβαρδισμένοι, σφαγιασμένοι, πυροβολημένοι νεκροί. Άνθρωποι νεκροί. Άντρες νεκροί. Γυναίκες νεκρές. Παιδιά νεκρά. Πόλεις νεκρές. Αξίες νεκρές. Ηθική και δικαιοσύνη νεκρές. Νεκρά γέλια. Αγκαλιές νεκρές. Ένας ήλιος νεκρός. Μία θάλασσα νεκρή. Ένας κόσμος νεκρός. Ένας νεκρός κόσμος. Ένας κόσμος νεκρός. "

Έμεινα αποσβολωμένος, και παράλληλα νεκρός εκείνο το βράδυ, να γυρίζω ασταμάτητα τις σελίδες του τετραδίου για να ανακαλύψω μονάχα ότι υπήρχε παντού η ίδια αδυσώπητη, ανελέητη και λεπτομερής καταγραφή μιας απροκάλυπτα φονικής πυρκαγιάς. Της πυρκαγιάς του εμφυλίου που διέλυσε χωρίς καμία υπερβολή τα πάντα και μας κληροδότησε μονάχα το λάφυρο της αστείρευτης νεκρικής σιγής. 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Καθώς ξημέρωσε η επόμενη ημέρα, βρισκόμουν ακόμη χυμένος στο πάτωμα του σαλονιού, διαβάζοντας ξανά και ξανά τις σημειώσεις του πατέρα. Τότε κατάλαβα ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου γιατί όταν ξύπνησε και αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, αντίκρισα το θέαμα που με στοιχειώνει ακόμη και δε μου επιτρέπει να ζήσω, όπως εγώ το επιθυμώ, εικοσιδύο χρόνια, έξι μήνες, εφτά εβδομάδες και δώδεκα ημέρες ακριβώς, έπειτα από εκείνο το πρωί. 

Έτρεξε ουρλιάζοντας κατά πάνω μου, με χτύπησε με μανία στο πρόσωπο και στο στήθος και άρπαξε το τετράδιο από τα χέρια μου. Με βλέμμα που επιδείκνυε μία πρωτόγνωρη παραφροσύνη, το έσκισε και άρχισε να καθαρίζει τα αίματα μου από το πάτωμα, με τα απομεινάρια των σελίδων του. Ύστερα, κάθισε στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ που είχαμε για τους επισκέπτες και με τα μάτια καρφωμένα σε μία φωτογραφία της μητέρας, άρχισε να μονολογεί.

" Είμαι εγώ. Δεν είμαι εγώ. Είμαι εδώ. Είμαι εκεί. Είμαι δίπλα μου. Είμαι μπροστά μου. Είμαι πίσω μου. Είμαι στα δεξιά μου. Είμαι στα αριστερά μου. Όχι. Δεν είμαι εγώ. Είμαι τα χέρια τους. Είμαι τα πόδια τους. Είμαι τα κεφάλια τους. Είμαι τα δόντια τους. Είμαι το αίμα τους. Είμαι η αλήθεια που σκαλίζω στο δέρμα τους. Είμαι το ψέμα που τρυπάει με στιλπνές, πυρακτωμένες σιδηρόβεργες το βλέμμα τους. Είμαι οι πολύχρωμες, σκοτεινές ώρες που χρωματίζουν τις ημέρες τους. Είμαι η θάλασσα της άγνοιας που ταξιδεύουν οι βάρκες τους. Είμαι η ανήμερη μέθη που σφηνώνει στα μάτια τους. Είμαι το τιμώμενο πρόσωπο στις εκδηλώσεις που οργανώνουν για τη θλίψη τους. Ανθίζω υπόγεια, κάτω από το χώμα τους. Κατακτώ θερμά την παρρησία τους. Υποτάσσω αλόγιστα τις επιθυμίες τους. Είμαι η σκονισμένη υπογραφή στις επιταγές της ελευθερίας τους. Είμαι ζωντανός και ελεύθερος να δολοφονώ τον κόσμο τους. Έναν κόσμο που αυτοί πρώτοι κατάφεραν να δολοφονήσουν. Έναν κόσμο που χάθηκε και δε θα ξαναβρεθεί ποτέ. Γιατί είναι ένας κόσμος νεκρός. Ένας νεκρός κόσμος. 
Ένας κόσμος νεκρός.
Ένας νεκρός κόσμος. " 

Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που θα έβγαιναν ποτέ από το στόμα του. Μόλις τελείωσε το συνταρακτικό μονόλογό του, έτρεξε κατευθείαν και έπεσε με το σκουριασμένο πρόσωπο του μέσα στο τζάκι, δίχως καν να με αποχαιρετήσει. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση να παρεξηγήσω τη συγκεκριμένη επιλογή του γιατί τότε κατάλαβα, πόσο σημαντικός υπήρξε για εμένα εκείνος ο άνθρωπος. 

Θυμάμαι να στέκομαι ακίνητος, δίπλα στο τζάκι, για να απολαύσω το ένδοξο τέλος ενός ήρωα, που κατόρθωσε να τριβελίσει με τη φωνή του, όλα όσα είχα προλάβει να αγαπήσω. Είχε αρχίσει να καίγεται ζωντανός και αδημονούσα η μυρωδιά της στάχτης του να πλημμυρίσει το σαλόνι. Είχε ξυπνήσει και η Ελένα και είχε τρέξει γρήγορα στην αγκαλιά μου για να παρακολουθήσει και αυτή τα όσα συνέβαιναν. 

Γέμισα δυο ποτήρια με κρασί και αποφασίσαμε να κάνουμε μία πρόποση με την αδερφή μου. 

" Στη στάχτη του πατέρα μας, Ελένα ".

" Στη στάχτη του πατέρα μας Ιγκόρ, που πρόκειται να σκορπιστεί σε γωνιές του κόσμου αχαρτογράφητες. "

" Στα μονοπάτια και τους δρόμους που κατακρημνίζουνε τη βία, Ελένα. "

" Στους ανθρώπους που είναι γενναίοι Ιγκόρ. Σε αυτούς που είναι ικανοί να αποφασίσουν οι ίδιοι ποιο θα είναι το τέλος των ιστοριών που διηγούνται. "

" Στον πατέρα μας, Ελένα. "

" Στον πατέρα μας, Ιγκόρ. " 

Σχόλια