Μέσα στην πόλη μύριζε νεκρούς


Μέσα στην πόλη μύριζε σάρκα σαπισμένη,
μόνοι διαβάτες φιγούρες λευκοφορεμένες
-σαν τις νύχτες αϋπνίας όπου ξεσκίζονταν τα στήθια
λες κι ήταν πληγή που σκάλιζαν ξυράφια-
που περιμαζεύαν τα κουφάρια των σκοτωμένων
κι οι Βαν Χέλσινγκ των αστοτσιφλικάδων
κάρφωναν αργυρό σταυρό στους προδομένους της ζωής.
Μόνο παράθυρο στον κόσμο το κλειστό γυαλί.
Τα σκουπιδιάρικα μαζεύαν τους ψυχορραγούντες
αιμόφυρτους
ανήμπορους να μείνουν σκλάβοι,
όσους ακόμα σήπονται και μεταδίδουν νόσους.
Ρήξη! Πανδημική η φύση της, σαν σήψη.
Άξια τιμωρία η ασωτία για τούτους τους ημιζώντανους.
Μόνο οι γέροι
-δεν είναι πια λειτουργικοί για σκλάβοι-
έχουν γραφτεί στ' αζήτητα του κράτους:
“Ουδείς λόγος ταραχής” κρώζουν από καθέδρας.
Κι ας είναι τούτοι που λυμαίνονται τα κουφάρια μας,
κι ας είναι αυτά βγαλμένα από ιστορίες τρόμου.
Να σου που οι ιστορίες πρόφτασαν
και γίνανε Ιστορία.
Έτσι,
ξέφτισαν τα ποιήματά μας κι απέμειναν πεζά
με τεθλασμένους στίχους.
Αύριο,
αύριο θα 'ναι μια μέρα πάλι με ρόδινη αυγή.
Θα 'ναι μια όμορφη μέρα
κι ας ζέχνουν οι νεκροί άθαφτοι πα' στο τσιμέντο.
Κι ας είναι ακόμα κι άρρωστος
ο ιδρώτας μας, η κερδοφόρα υγεία τους.
Τι να φοβάσαι αύριο, σαν φτάσει η πανδημία
σ' ό,τι φωτίσει ο ήλιος; Τι να φοβάσαι
αν όλοι κουβαλάμε τον ίδιο αργυρό σταυρό
που μας καρφώνουν στα ρακένδυτά μας στέρνα
όσοι μας έσκισαν τα ρούχα;
Ποιος μένει να κολλήσει πια, αν όχι οι τολμηροί
προστάζοντες απαγορεύσεις;
Αύριο,
αύριο θα 'ναι μια μέρα εξάπλωσης της πανδημίας της ρήξης.
και τότε 'κείνο το αύριο είν' που θ'αντιληφθούμε
πως στέκουμε απέναντί τους στην αρένα των τάξεων.

του Δημήτρη Χ.

Σχόλια