Μια ύαινα που πεινά
ξέρει μονάχα να τρώει κουφάρια
πτώματα ανήμπορα πια να σηκώσουν κεφάλι
μια σάπια ροδιά ξέρει μόνο
να πέφτει στο χώμα
χωρίς άνθη, δίχως τη δόξα που σα γριά θυμάται
των νιάτων
ένα γεράκι μόνο ξέρει
ύπουλα να χυμάει σε ανύποπτο θήραμα
ένα στοιχειό που άλλο δεν είδε
σπίτι κανένα
ξέρει αυτό να κάνει:
να στοιχειώνει την πρόοδο
των νέων ενοίκων
κι ένα μοντέρνο ερείπιο
να καμαρώνει το μαρασμό του θέλει
μέχρι να το γκρεμίσουν.
Έτσι κι οι αφέντες ξέρουν μονάχα
τη γη αυτή να σαπίζουν
αμολούν τα ένστολα γεράκια τους
μπάτσοι πτηνοί
με λύσσα κοπανούν τα ράμφη
κάθε που σκουπίζουμε τη λάσπη
από τα μάτια και αντικρύζουμε
που χουν καταχραστεί
ό,τι στον κόσμο κάναμε
πέτρα πάνω στην πέτρα
καρπό από το χώμα.
Ένα φεγγάρι ολόφωτο
ξέρει μονάχα να φωτίζει
όσους διαβαίνουν σε σκοτεινούς καιρούς
το δρόμο
ένα βουνό μόνο ξέρει
πως χιλιάδες κατολισθήσεις
αν και ήττες δεν μπορούν ολοσχερώς
να το γκρεμίσουν
ενώ η γκρεμοτσακισμένη πέτρα
ξέρει ένα μόνο: πως από μέσα της
θα φυτρώσουν πολιτείες και χωριά
οι στάλες της βροχής το λένε
δε μπορούν μία-μία τη γη ολάκερη
ν' ανθίσουν
κι όλου του κόσμου οι φωτισμοί
ξέρουν μόνο
πως καμία νύχτα δεν είναι τόσο σκοτεινή
που να μη στέκει ολόγυμνη η ασχήμια της
στ' αγουροξυπνημένα μας μάτια.
Έτσι κι εμείς ξέρουμε τόσα λίγα
όταν φωτίζεται η πόλη
και σαν βροχή αν πέσουμε στον κόσμο
μπορεί αυτός να πλημμυρίσει
να πνιγεί.
Μα άλλωστε βγήκε ποτέ νέος σπόρος από τη γη
χωρίς η πλάση η μαραμένη
αμείλικτα να ξεριζωθεί;
του Δημήτρη Χ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου