Πνίγω μια σκέψη μου
Φερμένη απ'τα βάθη των δέκα χρόνων
Που γυρίζω εδώ
Μέσα σε ουρανούς βαθέως γαλανού
Και σπίτια ψηλά κι αγέρωχα
Όπου στεγάζονται όνειρα τόσο απόμακρα
Κι όμως τόσο αδελφικά με τα δικά μου.
Άλλαξε πρόσωπα η πόλη
Άλλαξε φώτα
Χρώματα στους τοίχους
Αποχρώσεις οι άνθρωποί της
Τα χαμόσπιτα γίνηκαν ράφια που στοιβάζονται τόνοι αμαρτωλών
Η φτώχεια μόνο μας έμεινε
Μπας και ξεχνούμε καμιά φορά ποιοι είμαστε.
Άμα κανένα μεσημέρι διαβώ τις μικρές λεωφόρους
που σχίζουν τα μπαλκόνια στη μέση
Εκεί που το χρυσαφένιο περιτύλιγμα του κενού είναι περίσσιο
Τέτοιο ρίγος με διαπερνά
Ικανό για να γίνει μεσημεριανό όνειρο
-Μιας δεκαετούς περιπλάνησης
Ικανής να χωρέσει μέσα μου την ιστορία του είδους-
δευτερόλεπτα προτού με συνεφέρει
Από ύπνο βαθύ ένα σαξόφωνο στο βάθος
Και κυριεύσει τις πρώτες σκέψεις μου το ίδιο αυτό ρέμβασμα
Την ώρα εκείνη που, συνερχόμενος απ'αυτό,
Κάθε ευαισθησία, κάθε νεύρο, κάθε νοσταλγία,
Όλη μου η αγάπη, όλοι μου οι πόνοι
Γίνονται αισθητά στο πολλαπλάσιο.
Εγώ δε χλευάζω την ποίηση
Μόνο θυμάμαι
Την αίσθηση ανημπόριας μπρος στο μεγαλείο του τσιμεντένιου δάσους,
Κάθε που η κόκκινη δύση χάριζε τους δρόμους
Στα μυριάδες μικρά φώτα
Την ώρα που παρέες-παρέες ζούσαν το πιο έντονο βράδυ που είχαν ζήσει ποτέ!
Κι ας μη βγαίνει ο μήνας.
Ας βγει μονάχα το βράδυ,
Πάντα η μέρα που ξημερώνει
Γίνεται πιο γλυκιά
Όσο γλυκύτερα είναι τα όνειρα που υλοποιώ μαζί τους σ'αυτούς τους δρόμους.
του Δημήτρη Χ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου